οπλοποιώ

οπλοποιώ
ὁπλοποιῶ, -έω (Α) [οπλοποιός]
1. κατασκευάζω όπλα
2. χρησιμοποιώ κάτι ως όπλο
3. μετατρέπω κάτι σε όπλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • οπλοποιητικός — ὁπλοποιητικός, ή, όν (Α) [οπλοποιώ] οπλοποιικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”